- αστρατολόγητος
- η ο, [ος , ον ] немобилизованный; не завербованный (в армию)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστρατολόγητος — η, ο αυτός που δε στρατολογήθηκε, δεν κλήθηκε στο στρατό: Έμεινε αστρατολόγητος, γιατί υπόφερε από μιαν αγιάτρευτη αρρώστια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστρατολόγητος — η, ο αυτός που δεν έχει στρατολογηθεί … Dictionary of Greek